- κατασῴζω
- κατασῴζω,A restore,
κατεσῴσαμες Tab.Heracl.1.51
; -εσῴξαμες ib. 2.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεσῴσαμες Tab.Heracl.1.51
; -εσῴξαμες ib. 2.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασώζω — κατασῴζω (Α) επιγρ. σώζω, αποκαθιστώ, επανορθώνω … Dictionary of Greek